Μεσημέρι κι ο ήλιος έχει καψαλίσει τον τόπο. Τα γυμνά μου πόδια δεν αντέχουν στα ηλιοκαμένα βράχια. Δυο βήματα πίσω σε μια σκιά. Λίγο ζεστό νερό. Ατενίζω το τοπίο από ψηλά.
Απλώνω τα χέρια μου και αγκαλιάζω το τοπίο. Γύρω μου σαν ξερός τόπος, γρανιτένια ωοειδή βράχια, φρύγανα — οσμίζομαι ευχάριστα αιθέρια έλαια. Ακανθώδεις θάμνοι και μικρά δέντρα. Πιο πέρα και χαμηλά, κάποια λιμνάζοντα νερά. Αγελάδες. Απέναντι, ένα κάπως φαρδύ κανάλι με νερό που τρέχει γρήγορα και κόβει οριζόντια τη γη. Πλάι του φιδογυρίζει ένας δρόμος. Αναμεταξύ, μικροί ορυζώνες. Κάποτε ο δρόμος κάνει μια θηλιά και παγιδεύει τα ρύζια, φροντίζει μην αποκοτήσουν και χαθούν στο γρανιτένιο τοπίο. Πιο πέρα από το νερό, απότομη πλαγιά — θαρρείς κι αυτή με τη σειρά της φροντίζει να μη φύγει το νερό.
Ένα αεράκι χαϊδεύει τα μιλιούνια των ρυζιών. Δυναμώνει. Αυτά δεν αντιστέκονται. Λικνίζονται υποτακτικά, μα αρμονικά, στο Θέλημα. Οι σκιές που εναλλάσσονται –μα την Αλήθεια, σέρνονται– πάνω στο ανώτερο στρώμα του ρυζοτάπητα, είναι μαγικές. Όμοια με το βελούδο που σκιάζεται ανάλογα με τη φορά των ινών. Είναι ίχνη, χνάρια ενός θεού που κοντοστάθηκε πάνω από τον ορυζώνα και, κρίνει τη μελλούμενη σοδειά.
Δέος κυριεύει το κορμί μου. Γίνομαι φυτό κι εγώ, τα μαλλιά μου, παράξενοι εύπλαστοι στύλοι, φορτωμένοι με ρυζόκοκκους και διπλωμένοι από το βάρος τους. Λικνίζομαι ανάλαφρα μαζί με το δροσερό ρυθμό, τρέφομαι από τον ήλιο, πίνω θολό νερό. Γαλήνη.
